γυμνόπους

γυμνόπους
(-ποδός), ους , ουν см. γυμνοπόδαρος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γυμνόπους" в других словарях:

  • γυμνόπους — barefooted masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνόπους — ουν (AM γυμνόπους, ουν) αυτός που περπατάει με γυμνά πόδια, ο ξυπόλητος …   Dictionary of Greek

  • γυμνόποδας — γυμνόπους barefooted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνόποδες — γυμνόπους barefooted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνόποδος — γυμνόπους barefooted masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνοπόδαρος — η, ο ο γυμνόπους …   Dictionary of Greek

  • γυμνοπόδης — ο (Μ γυμνοπόδης) ο γυμνόπους …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • νηλίπεζος — νηλίπεζος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *νηλιπόπεζος < νήλιπος* + πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα) βλ. και λ. νηλίπους] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»